- καταξιοπιστούμαι
- καταξιοπιστοῡμαι, -έομαι και καταξιοπιστεύομαι (Α)επιδιώκω, επιζητώ απόλυτη πίστη σε όσες κατηγορίες λέγω εις βάρος κάποιου («ἵνα μὴ δόξωμεν τῶν τηλικούτων ἀνδρῶν καταξιοπιστεῑσθαι» — για να μη φανούμε ότι επιδιώκουμε να γινόμαστε εντελώς πιστευτοί σε όσα κακά λέμε εις βάρος τέτοιων ανδρών, Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀξιόπιστος, κατά τα σύνθ. ρ. σε -έομαι / -οῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.